- ἐγγύς
- (с род. п.) близ
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐγγύς — near indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… … Dictionary of Greek
κἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοὐγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτάτω — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer masc/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυτέρω — ἐγγύς near irreg̱comp indeclform (adverb) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτατα — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia